Γιώργος Κωστάκης - Συλλέκτης - Ζωγράφος
Ο Γιώργος Κωστάκης (1913 - 1990) γεννήθηκε στη Μόσχα από Έλληνες γονείς. Χωρίς να έχει καλλιτεχνική εκπαίδευση έδειξε ενδιαφέρον για την τέχνη από πολύ νεαρή ηλικία. Με ένα σπάνιο ένστικτο άρχισε να συλλέγει έργα της Ρωσικής Πρωτοπορίας. Το σταλινικό καθεστώς προωθούσε στην τέχνη τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, οπότε τα απαγορευμένα έργα της αβάν γκαρντ πωλούνταν από τους διωκόμενους καλλιτέχνες σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές.
Με την πάροδο των χρόνων η συλλογή εμπλουτίστηκε με έργα δημιουργών όπως οι Σαγκάλ, Καντίνσκι, Μαλέβιτς, Ποπόβα, Ρότσενκο, Κλιούν κ.ά. και σταδιακά το διαμέρισμά του άρχισε να λειτουργεί ως ένα ανεπίσημο μουσείο μοντέρνας τέχνης. Επισκέπτες του ήταν καλλιτέχνες, πολιτικοί, ιστορικοί και απλοί φιλότεχνοι πολίτες.
Στη δεκαετία του ’70 η συλλογή έφτασε να αριθμεί περί τους 5.000 πίνακες, σχέδια και κατασκευές, και ταξίδεψε σε γνωστά μουσεία του κόσμου. Το 1977 ο Κωστάκης, μην αντέχοντας τις συνεχείς ενοχλήσεις από την KGB, εγκατέλειψε τη Σοβιετική Ένωση και ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα, χαρίζοντας τα τρία τέταρτα της συλλογής στη Γκαλερί Τρετιακόφ της Μόσχας. Έφερε μαζί του το υπόλοιπο, το οποίο σήμερα ανήκει και εκτίθεται στο ΜΟΜus, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Θεσσαλονίκης.
Στην Ελλάδα, ο ίδιος ο Κωστάκης άρχισε να ζωγραφίζει για πρώτη φορά στην ζωή του στα 70 του χρόνια, γιατί «…έπρεπε να δώσει διέξοδο, ν’ αρθρώσει τη δική του προσωπική γλώσσα», κατά τον διακεκριμένο Έλληνα διπλωμάτη, ιστορικό και κριτικό Τέχνης Αλέξανδρο Ξύδη, ο οποίος συνεχίζει:
«Από το υπερχειλίζον απόθεμα της ευαισθησίας του και από την πίεση προς αυτοέκφραση, έφτιαξε τοπία, της Ρωσίας από αναπολήσεις, της Ελλάδας από ένα πλησίασμα άμεσο, με παρθένο μάτι. Δεν συγκρίνω, ούτε αξιολογώ, απλώς στέκομαι με απορία, θαυμασμό και κάποιαν ιλαρότητα μπρος στα τόσο προσωπικά προϊόντα ενός ανθρώπου […] Γιατί να μην συμμετάσχουμε κι εμείς στη συγκίνησή του, την τόσο αυθόρμητη, άδολη και γνήσια, [...] από έναν άνθρωπο [...] τόσο sophisticated ώστε να φτιάξει μια καταπληκτική συλλογή και ταυτόχρονα να έχει μείνει αυτό ακριβώς που δείχνουν τα έργα του: γνήσιος, σεμνός και προσιτός».