Τιμώμενος Καλλιτέχνης - Παναγιώτης Τανιμανίδης

Σήμαντρα θητείας, γλώσσες μαθητείας

Τα «σήμαντρα θητείας» είναι οι εσωτερικές φωνές μας που κάποια στιγμή εκπαραθυρώνονται, γίνονται όρκος, σκοπός, πατρίδα· λεπτομέρειες μιας αδάκρυστης εικόνας, το ψιχάλισμα της αύρας ανόητων πολέμων, η ψηλάφιση της αλλαγής των συνόρων της ελπίδας, τα καμένα τετράδια της γνώσης, το κομποσχοίνι αυτών των εικόνων χτυπούν τα σήμαντρα της απώλειας, της οργής των κυττάρων, της παρηγοριάς μιας θεϊκής βροχούλας, και ξανασκαλίζω στο θρανίο του ουρανού μου με τον διαβήτη, την ομάδα μου που χάνει...

Κάψε τα εφησυχασμένα πλοία του εαυτού σου· το χρυσό μην το ψάχνεις στα χασμουρητά των δειλινών, στο λόξυγγα των θυρίδων των τραπεζών, στα χειροκροτήματα στο βάθρο των Ολυμπιονικών, περπατάει δίπλα σου και ρίχνει ψιχουλάκια στο λαβύρινθο του γυμνού κατόπτρου του Αρχιμήδη...

Ανάστησες το λάθος στον καθρέφτη που αναπνέει μέσα μου, και έκανα πατρίδα μου τις μάλλινες κάλτσες της φωνούλας σου· στον τελευταίο βομβαρδισμό στη Γάζα ένα κοριτσάκι 4 χρονών μιλούσε στο σκοτωμένο αδελφάκι του, και το σκέπασε με το «αρκουδάκι» του να μην κρυώνει· αυτό έχω για πατρίδα σήμερα. Σ’ αυτό ορκίστηκα να χτυπάω σήμαντρα πένθους, σήμαντρα κρούσης και παράκρουσης, σήμαντρα ανατροπής της μέρας τώρα που γεμίσανε οι γειτονιές του πολέμου με παναγιές της λύπης, με όνειρα 3ης Εθνικής, χτυπάω σήμαντρα, του όρθρου σου εικονογλύπτης.

Είπα να βάλω στυπόχαρτο στ’ αυτιά μου, να μην ακούσω τις μελάνες από αυτά τα δάκρυα, μα μου χτυπούν την πόρτα μου σαν λαϊκό τραγούδι, και βρήκαν στασίδι να προσευχηθούν σ' αυτά τα σήμαντρα· ξέρεις πόσα δάκρυα χάθηκαν στη μετάφραση του «εγώ», στην παράθλαση του «ενώ», σαν τους ήρωες κι αυτά, μπέρδεψαν τα κεφαλαία με τα κεφάλαια και την περικεφαλαία, μπέρδεψαν κύκλους με τετράγωνα, χέρσα κορμιά με άγονα, και το στασίδι πήραν για άμβωνα...

Αλμυρή η εικόνα σ' αυτή την φωτογραφία, είναι από το δάκρυ σου που δεν ξαλμύρισε στο φως της...

Με κοινό παρονομαστή το φόβο μας, και τι δεν κρύψαμε κάτω από το χαλί της Ιστορίας, κι όταν αποφασίζει να το τινάξει, πάντα βάζει έναν μικρό θεό παρκαδόρο για να υποστείλει τραγούδια ουρανούς, παλιούς αγίους, παππούδες των σημερινών δολοφόνων.

Σ’ αυτή την μαύρη του Πολέμου σαρακοστή, υπάρχει κι ένα σήμαντρο στον «μαυροπίνακα» του υπολογιστή που πρέπει να μας αθωώσει μετρώντας τις παιδικές ψυχές στον ουρανό μας...

Τα δύσκολα θέλουν νεροπίστολα, γιατί υπάρχουν πινελιές που αυτοκτόνησαν στην λεπτομέρεια του κάλλους τους...

Χώρα, χωριά, χωρία, μια σαρδελίτσα καταπίνει καρχαρία.

ΤΑΝΙΜΑΝΙΔΗΣ Απρίλιος 2024