Γιάννης Σπυρόπουλος (1912–1990)

Γιάννης Σπυρόπουλος (1912 - 1990), ο μεγάλος Μεταφυσικός της Αφαίρεσης

Λίγα είναι τα ελληνικά ονόματα που έχουν καταστεί διεθνή στην τέχνη του εικοστού αιώνα. Ακόμη λιγότερα είναι αυτά που εκπροσωπούν αποκλειστικά το τελάρο, δηλαδή την καθαρόαιμη ζωγραφική και όχι την τέχνη του χώρου, της γλυπτικής ή των κατασκευών. Κι από αυτά τα ελάχιστα μόνο ένα προέρχεται - και το λέω με απόλυτη επίγνωση - από την παλιά Ελλάδα και όχι από την Διασπορά, κι αυτό είναι του Γιάννη Σπυρόπουλου. Ο Σπυρόπουλος σχεδόν από το πουθενά, μοναδικός από την γενιά του, - τη γενιά του Τσαρούχη, του Γκίκα, του Διαμαντόπουλου, του Μόραλη κ.λπ - κατάφερε με εξαιρετική συνέπεια να δημιουργήσει ένα έργο εφάμιλλο των κορυφαίων Ευρωπαίων ή Αμερικανών ζωγράφων στο χώρο της abstract art. Αλλά και να αναγνωριστεί αντίστοιχα τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Από την Μπιενάλε Βενετίας στο Kassel και από τα μουσεία της Γαλλίας και της Γερμανίας στο Getty Museum, στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνιας. Αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει στη ζωγραφική του Σπυρόπουλου είναι η μαγική τεχνική του, η "κουζίνα" των μέσων και των υλικών που αξιοποιεί και που του επιτρέπουν να αποδίδει εικόνες κοσμογονικές, πλήρεις υποβολής αλλά και μεταφυσικού δέους. Δεν είναι διόλου τυχαίο, απεναντίας, ότι οι πιο μεγάλοι τεχνοκριτικοί του πλανήτη έχουν μιλήσει για το ιδιάζον χρυσό, το ρεμπραντικό φως των συνθέσεων του αλλά και για τις κλασικές αναφορές της έμπνευσης του. Για τις εικόνες του που μοιάζουν με οπτικοποιημένους χρησμούς και αινίγματα που αναδύονται από ένα υπαρξιακό σκοτάδι. Από το δράμα της ύλης τελικά. Ή, μήπως της ύπαρξης;

Και όλα αυτά από έναν ιδιαίτερα σιωπηλό και εσωστρεφή άνθρωπο που κλεισμένος εκεί ψηλά στο ερημητήριο της Εκάλης που ήταν το σπίτι και έπειτα το μουσείο του, κυοφορούσε ένα έργο που θα τον καθιστούσε γρήγορα διάσημο ως παγκόσμιο μέγεθος. Αλλά και εξαιρετικά επιδραστικό ως πρωτογενή δημιουργό για τους νεότερους καλλιτέχνες του τόπου μας.

Επειδή ο Σπυρόπουλος διακρίνεται, εκτός των άλλων, για την άκρως συνεπή εξέλιξη της φόρμας του, από την παραστατική ζωγραφική των νεανικών του χρόνων, την γεωμετρική σχηματοποίηση της μεταβατικής περιόδου έως την ποιητική αφαίρεση της ωριμότητας του. Όλη αυτή η εξέλιξη παρουσιάζεται ανάγλυφα στο παρόν αφιέρωμα. Γι' αυτό και είναι πολύ σημαντική η πρωτοβουλία της Art Θεσσαλονίκη να συνεργαστεί με το Ίδρυμα Γιάννη και Ζωής Σπυροπούλου και την καλλιτεχνική του διευθύντρια, την συνάδελφο κυρία Όλγα Δανιηλοπούλου, ώστε να εκτεθεί εδώ αυτό έργο - μνημείο του νεοελληνικού πολιτισμού. Σκέφτομαι την στιγμή αυτή πως η χρησιμότητα της ιστορίας της τέχνης ίσως να έγκειται μόνο στο ότι λειτουργεί σαν ένα καλό εργαλείο δουλειάς, σαν το μπαστούνι του τυφλού, ας πούμε, που ενώ δεν δείχνει τον κόσμο, ο τυφλός δεν μπορεί να υπάρξει στον κόσμο δίχως αυτό. Δηλαδή, με άλλα λόγια, κοιτάξτε μόνοι σας και απροκατάληπτα τους πίνακες του Σπυρόπουλου, αφιερώστε τους λίγο περισσότερο χρόνο του συνήθους και τότε, είμαι βέβαιος, θα σας αποκαλυφθεί ένας ολόκληρος, ονειρικός κόσμος...

Καθ. Μάνος Στεφανίδης

   
Ορόσημο 7, 1964   Λόγος A, 1965   Αντίλογος, 1962

 

Βιογραφικό Σημείωμα του Γιάννη Σπυρόπουλου


Ο Γιάννης Σπυρόπουλος, γεννημένος στις 12 Μαρτίου 1912, στην Πύλο της Μεσσηνίας, διέτρεξε μια εξαιρετική πορεία στον κόσμο της τέχνης. Τα πρώιμα χρόνια από το 1930 έως το 1936, αφιέρωσε στις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, υπό την καθοδήγηση των εκλεκτών δασκάλων Ουμβέρτου Αργύρου, Σπυρίδωνα Βικάτου και Επαμεινώνδα Θωμόπουλου. Το 1938, ο Σπυρόπουλος κατάκτησε το Πρώτο Βραβείο σε διαγωνισμό που διοργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών, κερδίζοντας μια τριετή υποτροφία για σπουδές στη Δυτική Ευρώπη. Οι καλλιτεχνικές του προσπάθειες τον οδήγησαν στο Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές του στην Ecole Superiéure des Beaux Arts υπό την καθοδήγηση του Charles Guérin, καθώς και στις ελεύθερες Ακαδημίες Colarossi και Julian.

Το χρονικό διάστημα από το 1938 έως το 1950 χαρακτηρίστηκε από την ακαδημαϊκή φάση του Σπυρόπουλου, με μια διακοπή κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου όπου επέστρεψε στην Ελλάδα. Μετά τον πόλεμο, ανέλαβε το ρόλο του καλλιτεχνικού διευθυντή στην Εργατική Εστία, οργανώνοντας εκδηλώσεις σε διάφορους χώρους εργασίας. Το κρίσιμο έτος του 1950 σημειώθηκε η πρώτη ατομική έκθεσή του στην αίθουσα Παρνασσός στην Αθήνα. Η καλλιτεχνική εξέλιξη του Σπυρόπουλου συνέχισε όπως αγκάλιασε διάφορες γαλλικές επιρροές, ιδιαίτερα εκείνη του Σεζάν, μεταξύ του 1950 και του 1952. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, αναπτύχθηκε μια μετάβαση στην τυπική αφαιρετικότητα, χαρακτηρισμένη από μαύρες περιγραμμένες γραμμές στις ζωγραφιές του. Το 1952, γνώρισε την  σύντροφό του για όλη του τη ζωή, τη Ζωή Μαργαρίτη. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από συχνά ταξίδια στην Πελοπόννησο και στα ελληνικά νησιά. Τα τέλη της δεκαετίας του '50 βρήκαν τον Σπυρόπουλο να εξερευνά αφαιρετικές τάσεις και τον  δομημένο χώρο, με επίδοξες εκθέσεις στη Βιεννάλε της Αλεξάνδρειας το 1955 και τη Βιεννάλε του Σάο Πάολο το 1957. Το έργο του "Αναφιώτικα" κέρδισε αναγνώριση στο διεθνή διαγωνισμό για το Βραβείο Guggenheim στη Νέα Υόρκη το 1958.

Από το 1959 έως το 1964, ο Σπυρόπουλος ασχολήθηκε με γραφισμούς και τεχνικές μικτών μέσων, παρουσιάζοντας κολάζ, τασισμό και ινφόρμελ. Η διεθνής αναγνώρισή του αυξήθηκε, με ατομικές εκθέσεις στη Νέα Υόρκη και την αντιπροσώπευση της Ελλάδας στην 30η Βενετία Μπιενάλε το 1960. Οι επόμενες χρονιές, από το 1964 έως το 1980, χαρακτήρισαν τον Σπυρόπουλο ως τον κλασικιστή της αφαιρετικότητας, αναπτύσσοντας τα χειρονομιακά και συμβολικά του μοτίβα. Έξεθεσε σε κορυφαίους χώρους, συμπεριλαμβανομένης της Documenta III στην Kassel, του Palais des Beaux Arts στις Βρυξέλλες και του Εθνικού Μουσείου Τέχνης του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ.

Στην τελευταία περίοδό του, από το 1980 έως το 1987, ο Σπυρόπουλος διαμόρφωσε τη ζωγραφισμένη επιφάνεια με επιδεξιότητα. Η αναγνώριση του συνέχισε, με κορύφωση το  βραβείο Gottfried von Herder που του απονεμήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης το 1978. Η τελευταία ατομική του έκθεση το 1986 στην Γκαλερί Νέες Μορφές παρουσίασε μια σειρά μεταξοτυπιών και αρκετές χαλκογραφίες. Ο Γιάννης Σπυρόπουλος απεβίωσε στις 18 Μαΐου 1990, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, ιδρύθηκε το Ιδρυμα Γιάννη και Ζωής Σπυρόπουλου, που στεγάστηκε  στην κατοικία της Εκάλης. Το Μουσείο Γιάννη Σπυρόπουλου άνοιξε το 1992, μια μαρτυρία της διαχρονικής επίδρασης ενός καλλιτέχνη που διέσχισε τους τομείς του ακαδημαϊσμού, της αφαιρετικότητας και του κλασικισμού κατά τη διάρκεια της λαμπρής καριέρας του.